- κακοστομία
- η1) злословие; 2) сквернословие, брань, ругань; 3) дурной запах изо рта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοστομία — κακοστομίᾱ , κακοστομία faulty pronunciation fem nom/voc/acc dual κακοστομίᾱ , κακοστομία faulty pronunciation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστομία — η (AM κακοοτομία) [κακόστομος] (για την προφορά τής Ελληνικής από βαρβάρους ελληνομαθείς) λανθασμένη, ελαττωματική, κακή προφορά («ἄλλη δέ τις ἐν τῆ ἡμετέρᾳ διαλέκτῳ ἀνεφάνη κακοστομία καὶ οἷον βαρβαροστομία», Στράβ.) νεοελλ. κακοσμία τού… … Dictionary of Greek